- κυανόπτερος
- κῠᾰνό-πτερος, ον,A with blue-black feathers, like the raven,
ὄρνις E.Andr.862
(lyr.): generally, dark-winged,τέττιξ Hes.Sc. 393
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρνις E.Andr.862
(lyr.): generally, dark-winged,τέττιξ Hes.Sc. 393
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανόπτερος — κυανόπτερος, ον (Α) (για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό πτερος, υμενό πτερος)] … Dictionary of Greek
κυανόπτερος — with blue black feathers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπτερε — κυανόπτερος with blue black feathers masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek